ποσώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποσώς < μεσαιωνική ελληνική ποσῶς < πόσος (από τους ερωτηματικούς τύπους όπου κατέβαινε ο τόνος στη λήγουσα)
Επίρρημα
επεξεργασίαποσώς
Σημειώσεις
επεξεργασία- συνήθως μόνο στην έκφραση: ποσώς μ' ενδιαφέρει
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποσώς
→ δείτε τη λέξη καθόλου |