Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πορτάρη

  1. πορτάρης, στη γενική του ενικού
  2. πορτάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. πορτάρης, στην κλητική του ενικού