ποπό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποπό, ή ποποπό < αρχαία ελληνική πόποι
Επιφώνημα
επεξεργασίαποπό άκλιτο
- έκφραση έκπληξης, πόνου ή χαράς
- ποπό, τι πάθαμε (έκφραση πόνου)
- ποποπό, Μαρία (έκφραση χαράς, δημοτικό τραγούδι)
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ποπό
|