Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυορχικός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυορχικός αρσενικό

  1. ο πολύορχις, αυτός που έχει περισσότερους από δυο όρχεις
  2. που αφορά γενετήσια περιοχή πολυορχικού

  Μεταφράσεις επεξεργασία