Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυμόρφως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πολύμορφ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

πολυμόρφως

  Πηγές επεξεργασία