πολυμόρφως
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυμόρφως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πολύμορφ(ος) + -ως
Επίρρημα επεξεργασία
πολυμόρφως
- πολύμορφα, με πολλούς τρόπους
Πηγές επεξεργασία
- πολυμόρφως, πολύμορφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.