Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυγραφούμαι, παθητική φωνή του πολυγραφώ

  Ρήμα επεξεργασία

πολυγραφούμαι

→ δείτε τη λέξη πολυγραφώ