Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ποιητάρη

  1. ποιητάρης, στη γενική του ενικού
  2. ποιητάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. ποιητάρης, στην κλητική του ενικού