Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλουσιοπαρόχως < πλουσιοπάροχ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

πλουσιοπαρόχως

  Πηγές επεξεργασία