Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πικ απ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πικ απ ουδέτερο άκλιτο

  • (μουσική) συσκευή αναπαραγωγής μουσικής, δημοφιλής τον 20ο αιώνα, στο οποίο γινόταν η αναπαραγωγή μουσικής από δίσκους βινυλίου

  Μεταφράσεις επεξεργασία