Ετυμολογία

επεξεργασία
πηνίκα < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα

επεξεργασία

πηνίκα

  1. (ερωτηματικό) πότε ακριβώς

Εκφράσεις

επεξεργασία
  1. πηνίκα μάλιστα; (και πηνίκ' ἄττα;): τι ώρα περίπου;