Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεσσιμιστής < πεσιμιστής χωρίς ορθογραφική απλοποίηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεσσιμιστής αρσενικό