Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

περατάρη

  1. περατάρης, στη γενική του ενικού
  2. περατάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. περατάρης, στην κλητική του ενικού