Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πειθηνίως < πειθήνι(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

πειθηνίως

  Πηγές επεξεργασία