Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πειθανάγκη < αρχαία ελληνική πειθανάγκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πειθανάγκη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία