Ετυμολογία

επεξεργασία
πεζοκεφαλαία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεζοκεφαλαία ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • η χρησιμοποίηση πεζών και κεφαλαίων γραμμάτων στη γραφή, όπως προβλέπεται από τη γραμματική και το συντακτικό της κάθε γλώσσας, σε αντίθεση με τη γραφή μόνο με κεφαλαία ή μόνο με πεζά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία