πεζοκεφαλαία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεζοκεφαλαία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεζοκεφαλαία ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η χρησιμοποίηση πεζών και κεφαλαίων γραμμάτων στη γραφή, όπως προβλέπεται από τη γραμματική και το συντακτικό της κάθε γλώσσας, σε αντίθεση με τη γραφή μόνο με κεφαλαία ή μόνο με πεζά
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεζοκεφαλαία
|