πασσακάλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πασσακάλια < ιταλική passacaglia < ισπανική pasar (περπατώ) και calle (δρόμος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπασσακάλια θηλυκό
- μουσική φόρμα της εποχής του μπαρόκ, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι το επαναλαμβανόμενο βάσιμο σε τρίσημο ρυθμό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πασσακάλια
|