Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρασύρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρασύρα θηλυκό

παρασύρα: από το παρά σέρνω = σκουπίζω ( η παρασύρα φτιαχνόταν από βούρλα και την χρησιμοποιούσαν για να σκουπίζουν πιό πολύ εξωτερικούς χώρους αλλά και το σπίτι.)