Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρά φύση έδρα < λείπει η ετυμολογία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

παρά φύση έδρα θηλυκό

  1. ειλεοστομία
  2. κολοστομία

  Μεταφράσεις επεξεργασία