Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

παλαμιαίο

  1. παλαμιαίος, στην αιτιατική του ενικού

παλαμιαίο, ουδέτερο του παλαμιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού