Ετυμολογία

επεξεργασία
ούρτσουλο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ούρτσουλο ουδέτερο

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) κρύο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία