Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ουρηθραίοι

  1. ουρηθραίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. ουρηθραίος, στην κλητική του πληθυντικού