Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οταβίνο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
οταβίνο
<
ιταλική
ottavino
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
o.taˈvi.no
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οταβίνο
ουδέτερο
άκλιτο
(
μουσικό όργανο
) →
δείτε
τη λέξη
πίκολο
ή
πίκολο φλάουτο