Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οταβίνο < ιταλική ottavino

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.taˈvi.no/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οταβίνο ουδέτερο άκλιτο