ορνιθίσχιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορνιθίσχιος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορνιθίσχιος αρσενικό
- μέλος από την ταξινομική τάξη δεινοσαύρων ορνιθίσχια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορνιθίσχιος
|
ορνιθίσχιος αρσενικό
|