Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομορφάντρας < όμορφος + άντρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ομορφάντρας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία