ολόισα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολόισα < ολόισια
Επίρρημα επεξεργασία
ολόισα
- (λαϊκότροπο) εκφορά του επιρρήματος ολόισια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολόισα
→ δείτε τη λέξη ολόισια |
ολόισα
→ δείτε τη λέξη ολόισια |