Ετυμολογία

επεξεργασία
ξυριστική μηχανή < λείπει η ετυμολογία

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

ξυριστική μηχανή θηλυκό

  1. εργαλείο που χρησιμοποιείται για το ξύρισμα και αποτελείται από μία λαβή και μία θέση στην οποία τοποθετούμε και στερεώνουμε ένα ξυραφάκι
  2. η ηλεκτρική ξυριστική μηχανή
  3. τυποποιημένη πλαστική ξυριστική μηχανή περιορισμένων χρήσεων με ενσωματωμένο ξυραφάκι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία