ξεβγαλτάδες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ξεβγαλτάδες
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) τύπος πληθυντικού του ξεβγάλτης
- ※ Αν υπάρχει [στην Κρήτη] ανάγκη κάποιος να περάσει από δρόμο κοντά από το σπίτι του θύματος τότε τον συνοδεύουν οι λεγόμενοι «σοϊλήδες» και «ξεβγαλτάδες»
- Πάνος Μπαΐλης, «Σταγόνες από αίμα και φόβο στο μαύρο πέπλο της βεντέτας», * Τα Νέα Online (23 Ιουνίου 2001)· πρόσβαση: 2021-10-20.
- ※ Αν υπάρχει [στην Κρήτη] ανάγκη κάποιος να περάσει από δρόμο κοντά από το σπίτι του θύματος τότε τον συνοδεύουν οι λεγόμενοι «σοϊλήδες» και «ξεβγαλτάδες»