Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξανατρέχω < ξανά + τρέχω

  Ρήμα επεξεργασία

ξανατρέχω

  1. τρέχω και πάλι
    μετά το ατύχημά του, όλος ο κόσμος νόμιζε ότι δεν θα ξανάτρεχε πια
  2. (πληροφορική) βάζω και πάλι ένα πρόγραμμα σε λειτουργία
    διόρθωσα το πρόγραμμά μου και το ξανάτρεξα

  Μεταφράσεις επεξεργασία