ξέφραγο αμπέλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαξέφραγο αμπέλι ουδέτερο
- (σκωπτικό) για ελλιπή μέτρα ασφάλειας χώρων, διαδικασιών, λειτουργίας υπηρεσιών, περιορισμένων ελέγχων κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξέφραγο αμπέλι
|