νωτιαίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίανωτιαίο
- νωτιαίος, στην αιτιατική του ενικού
νωτιαίο, ουδέτερο του νωτιαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
νωτιαίο
νωτιαίο, ουδέτερο του νωτιαίος