Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντόλτσα < ιταλική dolce < λατινική dulcis

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντόλτσα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο

  • ποικιλία πορτοκαλιών με γλυκιά γεύση

  Μεταφράσεις επεξεργασία