ντόλτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντόλτσα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο
- ποικιλία πορτοκαλιών με γλυκιά γεύση
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντόλτσα
|
ντόλτσα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο
|