Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντεφιλέ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντεφιλέ ουδέτερο άκλιτο

  • επίδειξη μόδας υψηλής ραπτικής

  Μεταφράσεις επεξεργασία