Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νηφαλίως
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
νηφαλίως
(
ελληνιστική κοινή
) <
αρχαία ελληνική
νηφάλι(ος)
+
-ως
Επίρρημα
επεξεργασία
νηφαλίως
(
ελληνιστική κοινή
) χωρίς να είναι
μεθυσμένα
,
νηφάλια