νεφριαίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίανεφριαίο
- νεφριαίος, στην αιτιατική του ενικού
νεφριαίο, ουδέτερο του νεφριαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
νεφριαίο
νεφριαίο, ουδέτερο του νεφριαίος