ναρκωτισμό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαναρκωτισμό
- ναρκωτισμός, στην αιτιατική του ενικού
ναρκωτισμό, ουδέτερο του ναρκωτισμός
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
ναρκωτισμό
ναρκωτισμό, ουδέτερο του ναρκωτισμός