Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ναρκωτισμό

  1. ναρκωτισμός, στην αιτιατική του ενικού

ναρκωτισμό, ουδέτερο του ναρκωτισμός

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού