Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ναρκωτισμοί

  1. ναρκωτισμός, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. ναρκωτισμός, στην κλητική του πληθυντικού

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία