μυκηναίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμυκηναίο
- μυκηναίος, στην αιτιατική του ενικού
μυκηναίο, ουδέτερο του μυκηναίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
μυκηναίο
μυκηναίο, ουδέτερο του μυκηναίος