Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μυκηναίο

  1. μυκηναίος, στην αιτιατική του ενικού

μυκηναίο, ουδέτερο του μυκηναίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού