μπισόουνεν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπισόουνεν < ιαπωνικά: 美少年, Χέπμπορν: Bishōnen (μετάφραση: ωραίος νέος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπισόουνεν αρσενικό άκλιτο
- ιαπωνικός χαρακτηρισμός για την ιδανική εικόνα ενός όμορφου νέου άνδρα, και ιδιαίτερα στα manga και τα anime