μπαταλεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαταλεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
μπαταλεύω
- Το ρήμα μπαταλεύω σημαίνει ότι παχαίνω απότομα, γίνομαι δυσκίνητος και πλαδαρός.
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπαταλεύω
|
μπαταλεύω
|