Ετυμολογία

επεξεργασία
μπαλωτάρω < μπαλωθιά

μπαλωτάρω

  1. πυροβολώ στον αέρα
  2. ρίχνω μπαλωθιές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία