μπάκακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπάκακας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπάκακας αρσενικό
- ο βάτραχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπάκακας
→ δείτε τη λέξη βάτραχος |
μπάκακας αρσενικό
→ δείτε τη λέξη βάτραχος |