Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μοτοσακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μοτοσακός
αρσενικό
(
σπάνιο
) →
δείτε
τη λέξη
μοτοσακό