Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονστέρα < νεολατινική monstera < λατινική monstruosus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονστέρα θηλυκό

  • φυτό εσωτερικού χώρου που ξεχωρίζει από τα φύλλα του τα οποία περιέχουν φυσικά ανοίγματα

  Μεταφράσεις επεξεργασία