Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοοικῶ < μόνος + οἰκῶ

  Ρήμα επεξεργασία

μονοοικῶ

  • ζω μόνος, στην κατοικια μου δεν ζουν άλλοι μαζί μου