Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικιάρω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

μικιάρω

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) στοχεύω, σημαδεύω

  Μεταφράσεις επεξεργασία