μηλοκρινίδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μηλοκρινίδες < μηλόκρινος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μηλοκρινίδες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό,
- (ζωολογία): οικογένεια ζώων που έχουν εκλείψει, ανήκαν στη τάξη των καμεράτων εχινοδέρμων, κυριότερος είδος του οποίου ήταν ο μηλόκρινος.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μηλοκρινίδες
|