μεταϊστορικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταϊστορικός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταϊστορικός αρσενικό
- (ακαδημαϊκός) μελετητής ποιοτικών χαρακτηριστικών της ιστορικής καταγραφής όπως του ύφους, των μεθόδων και των σκοπών-προθέσεων στην πορεία των ετών
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταϊστορικός
|