Επίρρημα

επεξεργασία

μεσοθάλασσα (el)

  1. πολύ μακριά από στεριά, μεσοπέλαγα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

η μεσοθάλασσα (el)

  1. η Μεσόγειος Θάλασσα

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

τα μεσοθάλασσα (el) ουδέτερο
βλ. ο μεσοθάλασσος

  • τα μεσοθαλάσσια, τα μεσοπέλαγα