Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μασχαλιαίοι

  1. μασχαλιαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. μασχαλιαίος, στην κλητική του πληθυντικού