Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μανιάζομαι < παθ. φωνή του ρήμ. μανιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

μανιάζομαι

  • με κάνουν να μανιάσω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία